- ἐκπλήρωμα
- ἐκπλήρ-ωμα, ατος, τό,A filling up,
ἐ. ποιεῖν τοῦ κοίλου Hp.Art.9
; pad or cushion to fill up,ἐνθεὶς μασχάλῃ ἐ. Id.Mochl.5
(pl.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἐ. ποιεῖν τοῦ κοίλου Hp.Art.9
; pad or cushion to fill up,ἐνθεὶς μασχάλῃ ἐ. Id.Mochl.5
(pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εκπλήρωμα — ἐκπλήρωμα, το (Α) 1. το γέμισμα 2. μαξιλαράκι που έβαζαν κάτω από τη μασχάλη σε περιπτώσεις εξαρθρωμάτων … Dictionary of Greek
ἐκπλήρωμα — filling up neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκπληρώματος — ἐκπλήρωμα filling up neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)